μικρούλα

μικρούλα
(I)
η
ζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος άνουρων αμφιβίων τής μεγάλης οικογένειας microhylidae.
————————
(II)
η
θηλ. τού μικρούλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Iovan Tsaous — (1893 1942, Greek: Γιοβάν Τσαούς) was a Greek musician and composer of rebetiko music. His real name was Yiannis Eitziridis or Etseiridis ( Γιάννης Εϊτζιρίδης or Ετσειρίδης ). BiographyIovan Tsaous was born in 1893 and was from Kastamonu in… …   Wikipedia

  • Yirise — is a melancholic Greek song that tells about someone who lost his girl, and who wants her to come back. In a dramatic way, the song describes that the singer is bitter and sad because of it, and that he is overcome by longing. The lyrics of the… …   Wikipedia

  • Giovan Tsaous — (Γιοβάν Τσαούς) (1893 1942) était un compositeur grec de Rebetiko. Son nom réel était Giannis Eïtziridis ou Etseridis (Γιάννης Εϊτζιρίδης ou Ετσειρίδης). C était un musicien hors pair qui n a cependant laissé que peu d œuvres. Biographie Giovan… …   Wikipédia en Français

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μικρούλης — α, ι και ικο [μικρός] 1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα») 2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω») 3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα β) μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

  • ξεμουρλαίνω — 1. αποτρελαίνω 2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω («τόν ξεμούρλανε μια μικρούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + μουρλαίνω] …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Λεμπέσης, Πολυχρόνης — (Σαλαμίνα 1848 – Αθήνα 1913). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έζησε και εργάστηκε κυρίως στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά. Παρά την καλλιτεχνική αξία… …   Dictionary of Greek

  • Σέροβ, Βαλεντίν Αλεξάντροβιτς — Ρώσος ζωγράφος και χαράκτης (Πετρούπολη 1865 Μόσχα 1911). Σπούδασε στην Ακαδημία της Πετρούπολης και στη συνέχεια στο Παρίσι. Στα 23 του χρόνια είχε δημιουργήσει έργα που θεωρούνται κλασικά της ρωσικής ζωγραφικής. Ζωγράφισε, γενικά, τοπία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”